Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sdrucciolaménto (ουσ αρσ ) seccàre (ρ.αμτβ.)
sdrucciolàre (ρ.αμτβ.) seccàre (ρ. μτβ.)
sdrucciolévole (επίθ.) seccarsi (ρ.μ. (αντων.))
sdrucciolìo (ουσ αρσ ) seccàto (επίθ.)
sdrùcciolo (ουσ αρσ ) seccatóio (ουσ αρσ )
sdrùcciolo (επίθ.) seccatóre (ουσ αρσ )
sdrucciolóne (ουσ αρσ ) seccatùra (θηλ.ουσ)
sdrucciolóni (επίρ.) secchézza (θηλ.ουσ)
sdrucciolóso (επίθ.) sécchia (θηλ.ουσ)
sdrùcio (ουσ αρσ ) secchiàta (θηλ.ουσ)
sdrucìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) secchièllo (ουσ αρσ )
sdrucìto (αρσ. επίθ και ουσ) sécchio (ουσ αρσ )
sdrucitùra (θηλ.ουσ) secchióne (ουσ αρσ )
se (προσωπ. αντων.) séccia (θηλ.ουσ)
(σύνδ.) secciaio (ουσ αρσ )
sebàceo (επίθ.) sécco (ουσ αρσ )
Sebastòpoli (κύρ.όν. θηλ.) sécco (επίθ.)
sebbène (σύνδ.) seccùme (ουσ αρσ )
sèbo (ουσ αρσ ) secentésco (επίθ.)
seborrèa (θηλ.ουσ) secentèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
seborròico (επίθ.) secentìsmo (ουσ αρσ )
secànte (θηλ. επίθ και ουσ) secentìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sécca (θηλ.ουσ) secèrnere (ρ. μτβ.)
seccaménte (επίρ.) secessióne (θηλ.ουσ)
seccànte (επίθ.) secessionìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: