Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sólfo (ουσ αρσ ) sòlido (ουσ αρσ )
solfonàre (ρ. μτβ.) sòlido (επίθ.)
solfonazióne (θηλ.ουσ) soliflussióne (θηλ.ουσ)
solfóne (ουσ αρσ ) soliflùsso (ουσ αρσ )
solfònico (επίθ.) solilòquio (ουσ αρσ )
solforàre (ρ. μτβ.) solìngo (αρσ. επίθ και ουσ)
solforàto (επίθ.) solìno (ουσ αρσ )
solforatrìce (θηλ.ουσ) solìpede (επίθ.)
solforatùra (θηλ.ουσ) solipsìsmo (ουσ αρσ )
solforazióne (θηλ.ουσ) solipsìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
solfòrico (επίθ.) solipsìstico (επίθ.)
solforóso (επίθ.) solìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
solfùro (ουσ αρσ ) solìsta (επίθ.)
solicèllo (ουσ αρσ ) solìstico (επίθ.)
solidàle (επίθ.) solitaménte (επίρ.)
solidalménte (επίρ.) solitàrio (ουσ αρσ )
solidaménte (επίρ.) solitàrio (επίθ.)
solidarietà (θηλ.ουσ) sòlito (ουσ αρσ )
solidarìsmo (ουσ αρσ ) sòlito (επίθ.)
solidarìstico (επίθ.) solitùdine (θηλ.ουσ)
solidarizzàre (ρ.αμτβ.) sollazzaménto (ουσ αρσ )
solidificàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) sollazzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
solidificarsi (ρ.μ. (αντων.)) sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
solidificazióne (θηλ.ουσ) sollazzévole (επίθ.)
solidità (θηλ.ουσ) sollàzzo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: