Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clìmax (ουσ αρσ και θηλ.) clorìdrico (επίθ.)
clìnica (θηλ.ουσ) clòro (ουσ αρσ )
clìnico (ουσ αρσ ) clorofìlla (θηλ.ουσ)
clìnico (επίθ.) clorofilliàno (επίθ.)
clìnker (ουσ αρσ ) clorofòrmio (ουσ αρσ )
clinòmetro (ουσ αρσ ) cloroformizzàre (ρ. μτβ.)
clip (θηλ.ουσ) cloroformizzazióne (θηλ.ουσ)
clìpper (ουσ αρσ ) cloroplàsto (ουσ αρσ )
clìsma (ουσ αρσ ) cloròsi, clòrosi (θηλ.ουσ)
clistère (ουσ αρσ ) clorotetraciclìna (θηλ.ουσ)
clitòride (ουσ αρσ και θηλ.) cloròtico (επίθ.)
clivàggio (ουσ αρσ ) cloruràre (ρ. μτβ.)
clìvo (ουσ αρσ ) clorurazióne (θηλ.ουσ)
cloàca (θηλ.ουσ) clorùro (ουσ αρσ )
cloche (θηλ.ουσ) clou (αρσ. επίθ και ουσ)
clonàle (επίθ.) clown (ουσ αρσ )
clonàre (ρ. μτβ.) clownésco (επίθ.)
clóne (ουσ αρσ ) club (ουσ αρσ )
clònico (επίθ.) coabitàre (ρ.αμτβ.)
clòno (ουσ αρσ ) coabitazióne (θηλ.ουσ)
cloràlio (ουσ αρσ ) coacervàre (ρ. μτβ.)
cloràto (ουσ αρσ ) coacèrvo (ουσ αρσ )
clorazióne (θηλ.ουσ) coadiutoràto (ουσ αρσ )
clòrico (επίθ.) coadiutóre (ουσ αρσ )
cloridràto (ουσ αρσ ) coadiuvànte (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: