Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinquecènto (επίθ.) ciómpo (ουσ αρσ )
cinquefòglie (ουσ αρσ ) cioncàre (ρ. μτβ.)
cinquemìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) cioncatore (ουσ αρσ )
cinquènne (επίθ.) ciónco (επίθ.)
cinquìna (θηλ.ουσ) ciondolaménto (ουσ αρσ )
cìnta (θηλ.ουσ) ciondolàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cintàre (ρ. μτβ.) cióndolo (ουσ αρσ )
cìnto (ουσ αρσ ) ciondolóne (ουσ αρσ )
cìntola (θηλ.ουσ) ciondolóni (επίρ.)
cintùra (θηλ.ουσ) ciononostànte (σύνδ.)
cinturàre (ρ. μτβ.) ciòtola (θηλ.ουσ)
cinturìno (ουσ αρσ ) ciotolàta (θηλ.ουσ)
cinturóne (ουσ αρσ ) ciottolàre (ρ. μτβ.)
cìnzia (θηλ.ουσ) ciottolàta (θηλ.ουσ)
ciò (δεικτ. αντων.) ciottolàto (αρσ. επίθ και ουσ)
ciòcca (θηλ.ουσ) ciòttolo (ουσ αρσ )
ciòcco (ουσ αρσ ) ciottolóso (επίθ.)
cioccolàta (θηλ. επίθ και ουσ) cip (ουσ αρσ )
cioccolatàio (ουσ αρσ ) cipìglio (ουσ αρσ )
cioccolatièra (θηλ.ουσ) cipólla (θηλ.ουσ)
cioccolatière (ουσ αρσ ) cipollàio (ουσ αρσ )
cioccolatìno (ουσ αρσ ) cipollàto (επίθ.)
cioccolàto (ουσ αρσ ) cipollìna (θηλ.ουσ)
ciòcia (θηλ.ουσ) cipollóso (επίθ.)
cioè (σύνδ.) cìppo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: